- προσεμπικραίνομαι
- Αέχω μεγαλύτερη οργή και πίκρα εναντίον κάποιου («ὡς παθόντες οἱ Πέρσαι κακῶς προσεμπικρανέεσθαι ἔμελλον τοῑσι Σαμίοισι», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐμπικραίνομαι «έχω πικρία ή οργή εναντίον κάποιου»].
Dictionary of Greek. 2013.